σκύζα — ἡ, Α σφοδρή σαρκική επιθυμία, οργασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η λ. συνδέεται με το λατ. cauda «ουρά», ενώ άλλοι υποθέτουν ότι πρόκειται για υποχωρητ. σχηματισμό από το ρ. σκύζομαι* με αρχική σημ. «γρυλίζω, γογγύζω»] … Dictionary of Greek
σκυζᾶν — σκύζα lust fem gen pl (doric aeolic) σκυζάω to be in heat pres part act masc voc sg (doric aeolic) σκυζάω to be in heat pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) σκυζάω to be in heat pres part act masc nom sg (doric aeolic) σκυζᾶ̱ν ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκύζης — σκύζα lust fem gen sg (attic epic ionic) σκυζάω to be in heat pres ind act 2nd sg σκυζάω to be in heat imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυζώ — άω, Α [σκύζα] 1. κατέχομαι από σφοδρή σαρκική επιθυμία, από οργασμό 2. (για σκύλο) αλυχτώ κατά την διάρκεια τού ύπνου … Dictionary of Greek
σκύζομαι — Α 1. οργίζομαι, αγανακτώ («σκυζομένη Διὶ πατρί, χόλος δέ μιν ἄγριος ᾕρει», Ομ. Ιλ.) 2. είμαι θυμωμένος, χωλώνομαι («οὔ σευ ἐγώ γε σκυζομένης ἀλέγω», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, το ρ. σκύζομαι (< σκυδ jομαι) ανάγεται… … Dictionary of Greek
σπάζει — Α (αχαϊκ. τ.) (κατά τον Ησύχ.) «σκυζᾷ». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παράγεται πιθ. από το ρ. σπάω* / σπῶ] … Dictionary of Greek